Με αφορμή την σημερινή επέτειο γέννησης του Ιονέσκο , λίγα λόγια για τον ίδιο και για τις πρωτότυπες συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η «Φαλακρή τραγουδίστρια».Το πώς εμπνεύστηκε κι έγραψε ο Ιονέσκο το συγκεκριμένο έργο, είναι από μόνο του ένα ασυνήθιστο γεγονός, σαν αστείο. Αλλά ο Ιονέσκο δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση. Γεννημένος στις 26 Νοεμβρίου του 1912 στη Σλάτινα της Ρουμανίας από πατέρα Ρουμάνο και μητέρα Γαλλίδα περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. Η χώρα μου ήταν για μένα η Γαλλία, απλά και μόνο γιατί είχα ζήσει εκεί με τη μητέρα μου, θα πει λίγα χρόνια αργότερα, όταν στα 12 του και λόγω του διαζυγίου των γονιών του, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Ρουμανία και να ζήσει μια διαφορετική ζωή, κοντά στον πατέρα του με τον οποίο είχε δύσκολη σχέση. Σε ηλικία δέκα χρονών γράφει τα πρώτα του ποιήματα και ένα σενάριο κωμωδίας στο οποίο υπάρχουν ήδη ορισμένα στοιχεία που αργότερα θα επαναληφθούν στα θεατρικά του έργα: Φαντάστηκα το απογευματινό μερικών παιδιών που ταράχτηκε από τους δυσαρεστημένους γονείς όταν είδαν την ακαταστασία. Τα παιδιά θυμωμένα, έσπαγαν τα πιατικά, έσπαγαν τα έπιπλα, πετούσαν τους γονείς τους από τα παράθυρα και τελείωναν βάζοντας φωτιά στο σπίτι.
Τελειώνοντας το σχολείο θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά ο πατέρας του τον αναγκάζει να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσιεύει ένα μικρό βιβλιαράκι με στίχους, γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον εαυτό του και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Το 1934 εκδίδει μια σειρά από φυλλάδια ενάντια σε καθιερωμένους συγγραφείς, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μετά το 1933, η πολιτική κατάσταση στη Ρουμανία είναι δύσκολη. Η ναζιστική ιδεολογία της βίας και του ρατσισμού έχει εισβάλει στο Πανεπιστήμιο. Κάθε διάλογος γίνεται αδύνατος και κάθε αντίσταση επικίνδυνη. Ο Ιονέσκο μαζεμένος στον εαυτό του, γράφει δεκάδες σελίδες στο ημερολόγιό του, αναλύοντας τις διαμάχες του με παλιούς φίλους και συναδέλφους που είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό, και αντιπαραβάλλει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στο έργο του Ρινόκερος το 1958. Στη Γαλλία, θα επιστρέψει το 1938, πρώτα στη Σαπέλ-Αντενέζ των παιδικών του χρόνων, αργότερα στη Μασσαλία και το 1944 θα εγκατασταθεί οριστικά στο Παρίσι, πιάνοντας δουλειά ως διορθωτής σ’ έναν εκδοτικό οίκο νομικών βιβλίων.
Μέχρι τα 40 του θεωρεί ότι το θέατρο είναι κάτι που δεν τον ενδιαφέρει και δηλώνει ότι δεν έχει καμία κλίση για δραματουργός: Διαβάζω λογοτεχνία, δοκίμια, πηγαίνω μ’ ευχαρίστηση στον κινηματογράφο. Ακούω κάπου-κάπου μουσική, επισκέπτομαι τις εκθέσεις, σπάνια όμως πηγαίνω στο θέατρο. [...] Το να πάω στο θέατρο, σήμαινε για μένα να δω ανθρώπους, προφανώς σοβαρούς ανθρώπους, να γίνονται θέαμα. [...] Η παρουσία πάνω στη σκηνή ανθρώπων με σάρκα και οστά ήταν αυτό που μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, και μου προκαλούσε αμηχανία.
Σ’ αυτή την ηλικία αποφασίζει να μάθει αγγλικά και αγοράζει την γαλλο-αγγλική μέθοδο. Το αποτέλεσμα είναι να γράψει το πρώτο του θεατρικό έργο τη Φαλακρή τραγουδίστρια, της οποίας ένα μέρος του διαλόγου μιμείται τις ασυνάρτητες φράσεις μιας μεθόδου ξένης γλώσσας: Το κείμενο της Φαλακρής τραγουδίστριας ή του εγχειριδίου για την εκμάθηση των αγγλικών με τις έτοιμες εκφράσεις, με τους πιο ξεπερασμένους τύπους, μου αποκάλυπτε, ακριβώς μ’ αυτούς, τον αυτοματισμό της γλώσσας, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα. Το έργο είναι μια επίθεση ενάντια σ’ αυτό που ο Ιονέσκο αποκαλούσε παγκόσμιο μικροαστισμό, προσωποποίηση παραδεδεγμένων ιδεών και συνθημάτων, πανταχού παρών κονφορμισμό. Ο Ιονέσκο θεωρούσε ότι είχε γράψει την απόλυτη τραγωδία. Κι όμως, όπου παιζόταν το έργο, το κοινό έπεφτε κάτω από τα γέλια. Ο Ιονέσκο αρχικά αντέδρασε, αλλά τελικά συναίνεσε λέγοντας: Από τη στιγμή που το κωμικό είναι η διαίσθηση του παραλόγου, τότε, κατ' εμένα, το κωμικό είναι πολύ πιο κοντά στην απελπισία παρά το τραγικό.
Η Φαλακρή τραγουδίστρια, που στο πρόγραμμα χαρακτηριζόταν σαν «αντι-έργο», πρωτοπαίχτηκε στις 11 Μαΐου του 1950, στο Τεάτρ ντε Νοκταμπύλ, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί από την Κομεντί Φρανσαίζ. Η υποδοχή ήταν ψυχρή. Μόνο ο Ζακ Λεμαρσάν, κριτικός τότε στην εφημερίδα «Κομπά», κι ο θεατρικός συγγραφέας Αρμάν Σαλακρού, έγραψαν επαινετικά. Χρήματα για διαφήμιση δεν υπήρχαν, κι έτσι οι ίδιοι οι ηθοποιοί με κρεμασμένες μπρος και πίσω ταμπέλες, παρέλαυναν στους δρόμους μια ώρα πριν από την παράσταση. Το θέατρο όμως εξακολουθούσε να μένει άδειο. Πολλές φορές, όταν στο κοινό ήταν λιγότερο από τρεις θεατές, επέστρεφαν τα εισιτήρια κι οι ηθοποιοί γυρνούσαν σπίτι τους. Ύστερα από έξη περίπου εβδομάδες κατάθεσαν τα όπλα. Για τον Ιονέσκο, η πρώτη αυτή γνωριμία με το ζωντανό θέατρο στάθηκε κρίσιμη, όχι μόνο έμεινε κατάπληκτος σαν άκουσε το κοινό να γελάει μ΄ αυτό που εκείνος θεωρούσε τραγικό θέαμα της ανθρώπινης ζωής, κατάντια ενός γεμάτου απάθεια αυτοματισμού της αστικής συμβατικότητας και απολίθωση της γλώσσας, ένιωσε συνάμα και μεγάλη συγκίνηση βλέποντας πρώτη φορά πάνω στη σκηνή ζωντανά τα πλάσματα της φαντασίας του.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Φαλακρή Τραγουδίστρια βασίζεται πάνω στη σκέψη των υπαρξιστών διανοούμενων της εποχής, τότε που το θέατρο του παραλόγου διέτρεχε την λαμπρότερη περίοδό του. Ο συνδυασμός του έργου των ντανταϊστών, του Νικολάι Γκόγκολ και του Μπέρτολ Μπρεχτ ή των σουρεαλιστών και του Σαλβαδόρ Νταλί, καθώς και των υπαρξιακών θεωριών του Σαρτρ και του Καμύ, δημιούργησε ένας είδος θεάτρου που συνοψίζεται στα λόγια του Ιονέσκο όταν ο άνθρωπος χάνεται στον κόσμο, οι πράξεις του γίνονται παράλογες και άχρηστες.
Σύμφωνα με την περιγραφή του συγγραφέα, η έναρξη του μονόπρακτου γίνεται στο σαλόνι ενός εγγλέζικου αστικού σπιτιού, όπου ένα εγγλέζικο ζευγάρι, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, κάθεται πλάι στο εγγλέζικο τζάκι τους .Ο κύριος Σμιθ καπνίζει την εγγλέζικη πίπα του διαβάζοντας την εγγλέζικη εφημερίδα του, και η κυρία Σμιθ, καθισμένη στην εγγλέζικη πολυθρόνα της, μαντάρει τις εγγλέζικες κάλτσες της. Μετά από μια μεγάλη διάρκεια εγγλέζικης σιωπής, και αφού το εγγλέζικο ρολόι του τοίχου, που δείχνει πάντα την αντίθετη ώρα απ΄ αυτή που είναι, χτυπήσει δεκαεπτά εγγλέζικες φορές, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, επιδίδονται σ΄ έναν τετριμμένα καθημερινό και παράλογο διάλογο. Δέχονται την επίσκεψη ενός φιλικού τους ζευγαριού, του κυρίου και της κυρίας Μάρτιν, οι οποίοι αν και είναι σύζυγοι που βλέπονται και μιλάνε καθημερινά, δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Μετά από πολλές συζητήσεις, σκέψεις και συσχετισμούς γεγονότων, αφού διαπιστώνουν πολλές «συμπτώσεις», αντιλαμβάνονται την μεταξύ τους σχέση. Τα διανοητικά ταραγμένα ζευγάρια, έρχεται να ταράξει ακόμη περισσότερο, ένας απρόσκλητος πυροσβέστης ο οποίος καταφθάνει και διηγείται απίθανες ιστορίες, όπως εκείνη που ένα μοσχαράκι έφερε στον κόσμο μια αγελάδα. Σε λίγο φεύγει για να προλάβει μια πυρκαγιά η οποία θα ξεσπάσει σε τρία τέταρτα και δεκαέξι δευτερόλεπτα ακριβώς στην άλλη άκρη της πόλης, αφού πρώτα ρωτήσει τους παρευρισκόμενους τι απέγινε η φαλακρή τραγουδίστρια, και πάρει την απάντηση πως χτενίζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα ζευγάρια ξαναρχίζουν την κουβέντα τους, ανταλλάσσοντας εξωφρενικές κοινοτοπίες που καταλήγουν σε ουρλιαχτά, ενώ το έργο τελειώνει με την κυρία Μάρτιν να επαναλαμβάνει τα πρώτα λόγια του έργου, δίνοντας τη δυνατότητα να ξαναρχίσει το μονόπρακτο από την αρχή.
Στρώθηκα στη δουλειά. Αντέγραψα ευσυνείδητα ολόκληρες φράσεις από το αλφαβητάριό μου, με σκοπό να τις αποστηθίσω. Όταν τις ξαναδιάβασα προσεχτικά, έμαθα όχι μόνο Αγγλικά, αλλά και μερικές εκπληκτικές αλήθειες- πως η βδομάδα, για παράδειγμα, έχει εφτά μέρες, κάτι που ήδη ήξερα, πως το πάτωμα βρίσκεται χαμηλά και το ταβάνι ψηλά, πράγματα που επίσης ήξερα, αλλά ίσως δεν τα είχα ποτέ μου σοβαρά σκεφτεί, ή τα είχα λησμονήσει, και που ξαφνικά μου φαίνονταν τόσο αποσβολωτικά, όσο και αδιαφιλονίκητα αληθινά. Καθώς τα μαθήματα προχωρούσαν, δύο πρόσωπα έκαναν την εμφάνισή τους, ο κύριος και η κυρία Σμιθ. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, η κυρία Σμιθ πληροφόρησε τον άντρα της πως είχαν αρκετά παιδιά, πως κατοικούσαν στα περίχωρα του Λονδίνου, πως ονομάζονταν Σμιθ, πως ο κύριος Σμιθ ήταν υπάλληλος, πως είχαν μια υπηρέτρια, την Μαίρη, κι αυτή Εγγλέζα...Θα ήθελα να υπογραμμίσω την αδιάψευστη, τέλεια αξιωματική φύση των ισχυρισμών της κυρίας Σμιθ, καθώς και την εντελώς Καρτεσιανή μέθοδο του συγγραφέα του Αγγλικού μου βιβλίου, γιατί το αληθινά αξιοθαύμαστο, σ΄ αυτό το αλφαβητάριο, ήταν η ξεχωριστά μεθοδική πορεία που α ακολουθούσε στην αναζήτηση της αλήθειας. Στο πέμπτο μάθημα, καταφτάνουν οι φίλοι των Σμίθ, οι Μάρτιν- πιάνουν τη συζήτηση και, ξεκινώντας από βασικά αξιώματα, προχωρούν σε πιο σύνθετες αλήθειες: «Η ζωή στην εξοχή είναι πιο ήρεμη απ΄ ό,τι στη μεγαλούπολη»... Μια κωμική κατάσταση, μ΄ έτοιμους κι όλας τους διαλόγους: δυο παντρεμένα ζευγάρια πληροφορούν σοβαρά το ένα τ΄ άλλο για πράγματα ολοφάνερα απ΄ την αρχή. Ύστερα όμως, συνέβη ένα περίεργο φαινόμενο. Δεν ξέρω πως, το κείμενο άρχισε ανεπαίσθητα ν΄ αλλάζει μπροστά στα μάτια μου, κι ανεξάρτητα από μένα. Οι πολύ απλές, φωτεινά καθαρές φράσεις που είχα μ΄ επιμέλεια αντιγράψει στο σημειωματάριό μου, σαν έμειναν μόνες, άρχισαν ύστερ΄ από λίγο ν΄ αναταράζονται, να ζυμώνονται, ώσπου έχασαν πια την ταυτότητά τους, φούσκωσαν και ξεχείλισαν. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες της συζήτησης στο αλφαβητάριο, που κάποτε, κάποιο νόημα είχαν, παρ΄ όλο που τώρα πια είχαν καταντήσει κενά κι απολιθωμένα, έδωσαν τη θέση τους σε ψευδό-κλισέ και ψευδο-κοινοτοπίες, εκφυλίστηκαν σε μια άγρια παρωδία και καρικατούρα, και τελικά η ίδια η γλώσσα, κατάντησε να είναι ασύνδετα κομμάτια από λέξεις. Όσο έγραφα το έργο, (γιατί είχε γίνει πια είδος έργου, ή αντι-έργου: παρωδία δηλαδή έργου, κωμωδία της κωμωδίας), ένιωθα άρρωστος, ζαλιζόμουνα και μ΄ έπιανε ναυτία. Αναγκαζόμουνα, κάθε λίγο και λιγάκι, να διακόπτω την εργασία μου, και χωρίς να πάψω ν΄ αναρωτιέμαι ποιος δαίμονας μ΄ έσπρωχνε να συνεχίσω, ξάπλωνα στο ντιβάνι, επειδή φοβόμουνα πως θα΄ βλεπα το έργο μου να βουλιάζει στην ανυπαρξία, παρασέρνοντας και μένα μαζί του».
Τέσσερα χρόνια μετά, την πρώτη παράσταση, το1954, ο Ζαν Ανούιγ γράφει ένα εκθειαστικό άρθρο στην πρώτη σελίδα της Φιγκαρό για τον Ιονέσκο και την ίδια χρονιά αρχίζει η έκδοση τον οίκο Γκαλιμάρ, των θεατρικών του έργων. Το 1957, τα έργα Η φαλακρή τραγουδίστρια και το Μάθημα, αρχίζουν στο θέατρο Υσέτ μια καριέρα με πρωτοφανή επιτυχία., και το 1960, η πρεμιέρα του Ρινόκερου στο θέατρο Οντεόν είναι θριαμβευτική. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου του 1970, ο Ιονέσκο εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ίδιος θα δηλώσει για την εκλογή του: Βοηθάει, είναι ένα ελαφρύ ηρεμιστικό χωρίς αντένδειξη.
Ο Ιονέσκο πεθαίνει στις 28 Μαρτίου του 1994. Η θεατρική του θεωρία, τα έργα του, και η συμβολή του στην ανανέωση της θεατρικής γλώσσας τον καταξιώνουν όχι μόνο ως έναν από τους εκπροσώπους του Θεάτρου του Παραλόγου αλλά ως τον ουσιαστικό ιδρυτή του.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από: Έσσλιν Μάρτιν, Το θέατρο του Παραλόγου, Ιονέσκο Σημειώσεις για τη Φαλακρή Τραγουδίστρια
πηγή:
http://alepou.blogspot.com/2006/10/blog-post_30.html